Οι Γαλλικές αυτοκινητοβιομηχανίες έχουν τεράστια παράδοση στην ανάπτυξη και την κατασκευή καυτών hatchback που κατέκτησαν καρδιές διεθνώς. Ξεκινώντας από το 205 της Peugeot και το πρώτο Clio Williams, περνώντας στα αλησμόνητα Citroen Saxo και Peugeot 106 και φτάνοντας στα πρώτα ιερά τέρατα Clio RS και 206 RC που “χώρεσαν” περισσότερη ιπποδύναμη κάτω από τα μικρά τους καπό.
Σήμερα, τα καυτά χάτσμπακ ανήκουν σε άλλη κατηγορία μεγέθους όντας πολύ πιο φουσκωμένα, “αναπνέουν” συμπιεσμένο αέρα μέσα από ηλεκτρονικά ελεγχόμενα συστήματα τούρμπο και προσφέρουν πληθώρα χαρακτηριστικών που ανεβάζουν το βάρος και σκοπό έχουν την μεγαλύτερη άνεση του αυτοκινήτου και όχι την άμεση βελτίωση των οδικών χαρακτηριστικών του. Φτάσαμε πλέον σε μια νέα εποχή όπου οι τεχνολογικές εξελίξεις και οι απαιτήσεις της αγοράς του αυτοκινήτου αναδεικνύουν με σιγουριά πως το πιο καυτό χάτσμπακ θα πρέπει να αναζητηθεί στα μοντέλα που λανσαρίστηκαν όταν η άνεση των επιβατών, η οικονομία καυσίμου και οι εκπομπές ρύπων δεν ήταν πρωτεύουσας σημασίας για τους κατασκευαστές.
Η επιλογή μου λοιπόν έρχεται από το (όχι και τόσο μακρινό) παρελθόν και η άποψή μου είναι πως δύσκολα θα ξαναδούμε στην παραγωγή ένα hatchback τόσο ειδικά φτιαγμένο όσο το Renault Clio 182 Trophy.
Βασισμένο στη δεύτερη γενιά του Clio RS με τα 182 άλογα, αυτό το μικρό κόκκινο διαβολάκι δεν φαίνεται να διαφέρει και σε πολλά εκ πρώτης όψεως από την κορυφαία έκδοση του τότε Clio. Ξεκινώντας από την ανάρτηση, το Trophy χρησιμοποιούσε αμορτισέρ Sachs με εξωτερικό ρεζερβουάρ λαδιού και Eibach ελατήρια που φέρναν το εμπρός μέρος στα 10 χιλιοστά χαμηλότερα από το απλό RS. Για όσους δεν γνωρίζουν, τα εξωτερικά ρεζερβουάρ λαδιού στα αμορτισέρ χρησιμοποιούνται όταν το πάχος των αξόνων είναι τόσο μεγάλο που πολύ απλά δεν υπάρχει αρκετός χώρος για το λάδι. Αυτή η ακριβή υλοποίηση πρόσφερε στον οδηγό του Trophy την δυνατότητα να στρίβει όσο δυνατά θέλει διατηρώντας τον απόλυτο έλεγχο, καθιστώντας πρακτικά αδύνατο το υπερβολικό σκύψιμο του αμαξώματος για το βάρος του (μόλις 1090 κιλά).
Πηγαίνοντας στους τροχούς θα προσέξατε ότι οι ζάντες είναι χρώματος ανθρακί. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι οι ζάντες αλουμινίου του στάνταρ RS βάφτηκαν, αλλά ότι είναι φτιαγμένες από ανθρακίτη! Ο ανθρακίτης είναι ένα πολύ σκληρό, ελαφρύ και ακριβό υλικό το οποίο στην συγκεκριμένη περίπτωση “σώζει” 1.3 κιλά από κάθε τροχό. Μπορεί αυτό να μην ακούγεται και πολύ αλλά η θετική επίδρασή του στην οδική συμπεριφορά είναι μεγάλη αφού οι τροχοί ανήκουν στην μη αναρτώμενη μάζα. Και μιας και μιλάμε για μάζα, το Trophy ερχόταν με ελαφριά σπορ μπάκετ καθίσματα της Recaro ενώ για τους πίσω επιβάτες είχε τοποθετηθεί ένα υποτυπώδες ενιαίο κάθισμα από αφρολέξ (χωρίς καν προσκέφαλα). Όλα τα συστήματα άνεσης εκτός του Air Condition και των ηλεκτρικών παραθύρων είχαν επίσης αφαιρεθεί καθώς θα πρόσθεταν επιπλέον βάρος.
Αφήνοντας για το τέλος τον δίλιτρο ατμοσφαιρικό κινητήρα του Trophy, θα πω απλά ότι μπορεί να έχει 18 ίππους λιγότερους από το σημερινό τουρμπίσιο Clio RS, αλλά κανένας υπερτροφοδοτούμενος κινητήρας δεν μπορεί να φτάσει τα επίπεδα απόκρισης ενός ατμοσφαιρικού όσο εξελιγμένα συστήματα ελέγχου και αν χρησιμοποιεί. Η απόλυτη οδηγική απόλαυση μπορεί να έρθει μόνο μέσα από ατμοσφαιρικά μοτέρ και δυστυχώς σήμερα αυτά κοστίζουν σε τέλη και βενζίνη πιο πολύ από ποτέ, για αυτό και όλες οι εταιρίες στράφηκαν γρήγορα σε “έξυπνα” τούρμπο. Οι επιδόσεις του κινητήρα σε συνδυασμό με το χαμηλό βάρος και την απολαυστική ανάρτηση αυτού του αυτοκινήτου συνοψίζεται στη μαρτυρία του ιδρυτή του περιοδικού EVO κύριου Harry Metcalfe ο οποίος ισχυρίζεται ότι οδηγώντας ένα Clio Trophy στο γεμάτο στροφές Route Napoleon, “ξέφευγε” άνετα από την Lamborghini Gallardo Superleggera 530 ίππων που τον ακολουθούσε στα πλαίσια φωτογράφισης για το περιοδικό. Έχω ακούσει πολλές ιστορίες Δαυίδ και Γολιάθ στον κόσμο της αυτοκίνησης, αλλά ποτέ κάτι τόσο ακραίο και εντυπωσιακά αγνό. Αυτό και όλα τα παραπάνω αποτελούν στοιχεία και λόγους για να επιλέξω το Clio II Trophy 182 του 2005 ως το πιο καυτό hatchback όλων των εποχών.